- ἐνήλατο
- ἐνάλλομαιleap inaor ind mid 3rd sgἐνάλλομαιleap inaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνήλαθ' — ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἐνήλατα , ἐνήλατον anything driven in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήλατ' — ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἐνήλατα , ἐνήλατον anything driven in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη … Dictionary of Greek